-
1 ανερχομαι
(fut. ἀνελεύσομαι, aor. ἀνήλυθον и ἀνῆλθον)1) всходить, подниматься, взбираться(εἰς σκοπιήν Hom.; κάτωθεν πρός τι Arph.; εἰς τέν ἀκρόπολιν Xen.; ἀνῆλθε ἡλίου φάος Aesch.; τὸ ὕδωρ ανέρχεται Arst.)
ἀνελθὼν ἔφη Plut. — поднявшись (на трибуну), он сказал;ὄλβος ἀνῆλθε Eur. — воссияло счастье2) возноситься(ἐξ Ἅιδου πρὸς φῶς Soph. и εἰς θεούς Plat.)
3) вырастать(ἐκ γαίης Hom.)
4) отправляться (вглубь страны)(ἄστυδ΄ ἀνελθών Hom.)
5) возвращаться Hom.ἄνελθέ μοι πάλιν Eur. — вернись к своему рассказу;
πάλιν ἐπ΄ ἀρχέν ἀνελθεῖν Plat. — вернуться к началу;ὅ λόγος οὐκ εἶχεν εἰς ἀρχέν ἀνελθεῖν βέβαιον Plut. — невозможно было точно установить источник этого слуха6) относиться, зависетьνόμος εἴς σ΄ ἀνελθών Eur. — закон, оплотом которого ты являешься
См. также в других словарях:
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek